- ἐπινεφρίδιος
- ἐπινεφρίδιοςupon the kidneysmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επινεφρίδιος — α, ο (Α ἐπινεφρίδιος, ον) νεοελλ. 1. φρ. «επινεφρίδιοι αδένες» οι δύο ενδοκρινείς αδένες οι οποίοι βρίσκονται επάνω σε κάθε νεφρό ο καθένας τους 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα επινεφρίδια οι επινεφρίδιοι αδένες αρχ. αυτός που βρίσκεται πάνω στα… … Dictionary of Greek
επινεφρίδιος — α, ο 1. που βρίσκεται πάνω στους νεφρούς. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., επινεφρίδια δύο ενδοκρινείς αδένες που βρίσκονται ο καθένας πάνω σε κάθε νεφρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπινεφρίδιον — ἐπινεφρίδιος upon the kidneys masc/fem acc sg ἐπινεφρίδιος upon the kidneys neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)